υποτρίζω

υποτρίζω
ὑποτρίζω ΝΜΑ [τρίζω]
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες
(ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση τού θώρακα σε διάφορες παθήσεις τού αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή όσο και κατά την εκπνοή
μσν.-αρχ.
1. σιγοτρίζω («λεπτὸν ὑποτρίζων έδιχάζετο δόχμιος αὐχήν», Νόνν.)
2. αναδίδω τριγμό αποκάτω («οἷον ἐκ μυχοῡ τινος ἢ σπηλαίου φαραγγώδους βαρύ τι καὶ δυσηχές ὑποτρίζων», Ηλιόδ.)
3. (για διάφορα ζώα) βγάζω ήχο που μοιάζει με τρίξιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑποτρίζοντα — ὑποτρίζω cry pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποτρίζω cry pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρίζουσιν — ὑποτρίζω cry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποτρίζω cry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρίζειν — ὑποτρίζω cry pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρίζουσαι — ὑποτρίζω cry pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποτρίζων — ὑποτρίζω cry pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποτρίζοντες — οι, Ν βλ. υποτρίζω …   Dictionary of Greek

  • υποτριγμός — ο, Ν ελαφρό τρίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτρίζω. Η λ., στον πληθ. ὑποτριγμοί, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”